καταρρήξω

καταρρήξω
καταρρήγνυμι
break down
aor subj act 1st sg
καταρρήγνυμι
break down
fut ind act 1st sg
καταρρήγνυμι
break down
aor ind mid 2nd sg (epic ionic)
καταρρήσσω
aor subj act 1st sg
καταρρήσσω
fut ind act 1st sg
καταρρήσσω
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταρρήγνυμι — και καταρρηγνύω (Α) 1. καταρρίπτω, καταστρέφω («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», Ευρ.) 2. καταξεσκίζω, κατακομματιάζω («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» έσκισαν τα ιμάτια, Ηρόδ.) 3. επιφέρω ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”